τεύχῃ

τεύχῃ
τεύχω
make ready
pres subj mp 2nd sg
τεύχω
make ready
pres ind mp 2nd sg
τεύχω
make ready
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τεύχη — τεύ̱χη , τεῦχος tool neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τεύ̱χη , τεῦχος tool neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεύχηι — τεύχῃ , τεύχω make ready pres subj mp 2nd sg τεύχῃ , τεύχω make ready pres ind mp 2nd sg τεύχῃ , τεύχω make ready pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευχήεις — εσσα, ῆεν, Α οπλισμένος («ὅσοισιν ὕπερθε καρήατα τευχήεντα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦχος (πρβλ. τευχη στής, τευχη στήρ) + κατάλ. εις (βλ. λ. όεις)] …   Dictionary of Greek

  • АДЕДИ — (греч. Α.Δ.Ε.Δ.Υ., полное название Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημόσιων Υπαλλήλων)  конфедерация профсоюзов государственных служащих Греции, крупнейшее объединение госслужащих в стране. Действующий президент конфедерации  Спирос… …   Википедия

  • LOCUSTAE — Hebr. chagabim dictae; quia, cum turmatim volant, Solis lumini velum videntur obtendere, ab Arab. chagaba, quod velare est, Imo non Solem tantum multitudine suâ obumbrant, sed et Lunam, cum noctu volant, mortalium visui subducunt, Ioël. c. 2. v.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αργώ — I (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • επτάτευχος — ἑπτάτευχος, ἡ (AM) (βίβλος) με επτά τεύχη, τόμους …   Dictionary of Greek

  • ζυγίς — η (Α ζυγίς, ίδος) [ζυγόν] νεοελλ. 1. είδος τού φυτού θύμος 2. ναυτ. στον πληθ. ζυγίδες ξύλινα τεύχη (τραβέρσες) που τοποθετούνται εγκάρσια στα σκέλη τού θωρακίου τόσο στην πρώρα όσο και στην πρύμνη τού ιστού, για να υποστηρίζουν το θωράκιο αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καθαρπάζω — (AM) αρπάζω κάτι βιαστικά ή με βίαιο τρόπο, παίρνω κάτι στα χέρια μου («τεύχη πασσάλων καθαρπάσας», Ευρ.) αρχ. 1. οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι 2. λεηλατώ, διαρπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἁρπάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”